ΟΚΔΕ Σπάρτακος- Διάλογος για Συνδιάσκεψη ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Στο
πλαίσιο της συζήτησης που έχει αναπτυχθεί το τελευταίο διάστημα, και με
την ευκαιρία του διαλόγου ενόψει της Δεύτερης Συνδιάσκεψης της
ΑΝΤΑΡΣΥΑ, σχετικά με την μετωπική πρόταση της αντικαπιταλιστικής
αριστερά κατατέθηκε ένα συλλογικό κείμενο με τίτλο «πρόταση για
συμπόρευση δυνάμεων και αγωνιστών σε έναν άλλο δρόμο διεξόδου από την
κρίση». Το κείμενο υπογράφεται από μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του ΜΑΑ και άλλων
οργανώσεων της αριστεράς. Θεωρούμε ότι η συγκεκριμένη πρόταση θέτει σε
σοβαρή αμφισβήτηση την πολιτική ανεξαρτησία και το πρόγραμμα της
αντικαπιταλιστικής αριστεράς και δεν αντιστοιχεί σε καμία περίπτωση στις
ανάγκες των εργαζομένων σήμερα.
Στο κείμενο η κρίση
αποδίδεται ρητά στην ιδιαιτερότητα της ένταξης του ελληνικού
καπιταλισμού στο διεθνή καταμερισμό εργασίας και στις διεθνείς
καπιταλιστικές ενώσεις (ΕΕ και ΟΝΕ). Αναθεωρεί, έτσι, μια από τις πιο
βασικές παραδοχές που είχε κάνει το σύνολο της επαναστατικής αριστεράς
και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ από την ίδρυσή της: ότι η σημερινή κρίση είναι μια
παγκόσμια κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, μια κρίση
υπερσυσσώρευσης, που οφείλεται στις εσωτερικές εκρηκτικές του αντιφάσεις
και όχι σε συγκυριακούς παράγοντες ή τοπικές ιδιαιτερότητες, όπως είναι
η διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι νομισματικές πολιτικές κλπ.
Για αυτό το λόγο, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υποστήριζε και υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει
κανένα περιθώριο για μια προοδευτική ή φιλεργατική λύση εντός του
καπιταλισμού. Αν, αντιθέτως, η κρίση αποδοθεί σε τοπικές ή εθνικές
ιδιαιτερότητες, καλλιεργείται η αυταπάτη ότι υπάρχει η δυνατότητα για
διέξοδο από την κρίση χωρίς ρήξη με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής
και στο πλαίσιο της αστικής κυριαρχίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η
μόνη κριτική που ασκείται στο ρεφορμισμό (ΣΥΡΙΖΑ) είναι η άρνησή του να
συγκρουστεί με την ΕΕ και το ευρώ. Αποσιωπάται έτσι μια σωρεία κεντρικών
πολιτικών επιλογών του ΣΥΡΙΖΑ, κληρονομημένων από τη θεωρία των λαϊκών
μετώπων, δηλαδή της ταξικής συνεργασίας: η συνεργασία με τον Καμμένο, ο
φόρος τιμής στον Καραμανλή, ο διαχωρισμός μεταξύ καλής καραμανλικής και
κακής σαμαρικής δεξιάς κλπ. Είναι πολύ σημαντικό οι εργαζόμενοι να μην
υποκύψουν στον εκβιασμό του ευρώ και να παλέψουν στη χώρα τους και
διεθνώς για τη διάλυση της ΕΕ. Ο διαχωρισμός ρεφορμιστικής και
επαναστατικής αριστεράς, όμως, δεν έχει να κάνει μόνο με τη σύγκρουση με
συγκεκριμένες επιλογές του κεφαλαίου, έστω βασικές, αλλά με την ταξική
ανεξαρτησία και, κυρίως, με τη στάση απέναντι στο αστικό κράτος. Οι
ρητές αναφορές του κειμένου σε «δημοκρατικές αλλαγές στην οικονομία, την
πολιτική και το κράτος» δείχνουν ότι η τοποθέτηση των συγγραφέων είναι
εντελώς ασαφής σχετικά με την ταξική φύση του κράτους. Αυτό δεν είναι
φιλολογικό ή θεωρητικό ζήτημα, άλλα εντελώς πρακτικό, όπως θα φανεί
παρακάτω.
Η αδυναμία του κειμένου να
θέσει στο κέντρο του προγράμματος και των αγώνων την εργατική τάξη
φαίνεται από τη γεωγραφία του μετώπου που προτείνει. Έτσι, δεν
προτείνεται συμμαχία μόνο με δυνάμεις της «ευρύτερης αριστεράς», αλλά
και με τις «λεγόμενες αντιμνημονιακές δυνάμεις». Η επαναστατική αριστερά
είχε εξαρχής επισημάνει ότι ο πραγματικός διαχωρισμός στην κοινωνία δεν
είναι μεταξύ μνημονίου και αντι-μνημονίου, αλλά μεταξύ κεφαλαίου και
εργατικής τάξης. Με βάση τις θέσεις του κειμένου δεν είναι καθόλου σαφές
το πώς θα έπρεπε να τοποθετηθεί το μέτωπο που προτείνεται στο κείμενο
απέναντι σε αστικά αντι-μνημονιακά κόμματα, όπως είναι το ΕΠΑΜ και οι
ΑΝΕΛ, και επομένως απέναντι σε πρωτοβουλίες όπως η συνεργασία Τσίπρα -
Καμμένου.
Η συρρίκνωση του
αντικαπιταλιστικού προγράμματος σε αντι-ΕΕ έχει σοβαρές συνέπειες, που
το μετατοπίζουν ραγδαία προς τα δεξιά. Η επανάσταση και η «ανατροπή»
έχουν αντικατασταθεί από έναν απροσδιόριστο «κοινωνικό μετασχηματισμό». Η
αυτοοργάνωση των εργαζομένων σε δομές αυτοδιεύθυνσης και δυνάμει
δυαδικής εξουσίας έχει μετατραπεί σε διεκδίκηση «διακριτών θεσμών» των
εργαζομένων, χωρίς καμία διευκρίνιση για το κατά πόσο αυτοί οι θεσμοί
εντάσσονται, συμπληρώνουν ή αντιστρατεύονται το αστικό κράτος. Δεν
πρόκειται για τυχαίες ή αθώες αλλαγές στην ορολογία, αλλά για
πραγματικές προγραμματικές διολισθήσεις. Για αυτό το λόγο είναι που στα 6
σημεία του μεταβατικού προγράμματος που προτείνει το κείμενο δεν
υπάρχει καμία αναφορά στις δομές του κράτους, ούτε στο ποια τάξη και
ποια κυβέρνηση θα μπορούσαν να επιβάλουν ένα τέτοιο πρόγραμμα. Για αυτό
και οι προτάσεις του κείμενου απευθύνονται γενικά στη «χώρα» ή στον
«τόπο» και όχι στην εργατική τάξη, θυμίζοντας περισσότερο πρόγραμμα
«εθνικής σωτηρίας» παρά ταξικό πρόγραμμα. Στην πραγματικότητα αυτή η
προγραμματική αναπροσαρμογή προς τα δεξιά αποτελεί λογική εξέλιξη των
προσεγγίσεων που αναζητούν τη μαγική γραμμή στην αντίθεση με το ευρώ
(και οι οποίες δεν περιορίζονται στους υπογράφοντες το κείμενο μέσα στην
ΑΝΤΑΡΣΥΑ), υποβαθμίζοντας κρίσιμες προγραμματικές διαφορές (όπως το
μεταναστευτικό, η κεντρικότητα της εργατικής τάξης κα) στο βωμό της άνευ
όρων συνεργασίας με όλες τις «αντι-ΕΕ δυνάμεις».
Με βάση όλα τα παραπάνω,
δεν προκαλεί έκπληξη ότι στο κείμενο ρητά συγχωνεύονται 4 διαφορετικές
στρατηγικές, σαν να επρόκειτο απλώς για διαφορετικά ονόματα για το ίδιο
πράγμα: αντικαπιταλιστική ανατροπή, σχέδιο Β, πρόγραμμα ανασυγκρότησης
και φιλολαϊκής διεξόδου, αντιιμπεριαλιστικό-αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό
μέτωπο. Επί της ουσίας αυτό αποτελεί προσχώρηση στο σχέδιο Β, δηλαδή μια
«ρεαλιστική» διαχείριση της κρίσης εντός του καπιταλιστικού τρόπου
παραγωγής, με την αυταπάτη της ταυτόχρονης υπεράσπισης των συμφερόντων
τόσο των εργαζομένων, όσο και μιας μερίδας της εθνικής αστικής τάξης.
Στην ουσία το σχέδιο Β εξαρτάται από το σχέδιο Α (τη διαχείριση της
κρίσης εντός ευρώ), είναι δηλαδή μια εναλλακτική λύση στο ίδιο πρόβλημα,
που είναι, για τους εμπνευστές του, η διαχείριση της εθνικής
καπιταλιστικής οικονομίας.
Η ενότητα των εργαζομένων
στη δράση είναι απαραίτητη για την αύξηση της αγωνιστικής τους δύναμης
και τη νίκη στον ταξικό πόλεμο που μαίνεται. Δεν θα πρέπει όμως να
συγχέεται το απαραίτητο ενιαίο μέτωπο, δηλαδή ένας συντονισμός στη δράση
σχετικά με συγκεκριμένα ζητήματα, στις απεργίες, στις αντιφασιστικές
επιτροπές, στις λαϊκές συνελεύσεις, με μια πολιτική συμφωνία-πακέτο που
σύρει την αντικαπιταλιστική και επαναστατική αριστερά πίσω από την
αριστερή πτέρυγα του ρεφορμισμού, προγραμματικά και εκλογικά. Μας
χρειάζεται ένα ενιαίο μέτωπο όλων των εργαζομένων στο πλαίσιο του οποίου
η αντικαπιταλιστική αριστερά θα διατηρεί την πλήρη πολιτική και
οργανωτική της αυτοτέλεια, όχι ένα πολιτικό μέτωπο ενδιάμεσο της
αντικαπιταλιστικής αριστεράς και του μαζικού κινήματος, πολύ «πλατύ» για
να είναι αντικαπιταλιστικό και ταυτόχρονα πολύ στενό για να ενώσει την
εργατική τάξη.
Μας ενδιαφέρει η
αποδέσμευση αγωνιστών από το ρεφορμισμό και η συζήτηση μαζί τους στη
βάση ενός συνολικού, πραγματικού μεταβατικού προγράμματος. Δεν μας
ενδιαφέρει μια προγραμματική συμφωνία με ρεφορμιστικά ρεύματα και
«αντι-μνημονιακές» δυνάμεις.
Για την υπόθεση της
χειραφέτησης των εργαζομένων και των καταπιεσμένων, η αντικαπιταλιστική
αριστερά δεν χρειάζεται μια διεύρυνση ή συγχώνευση με «προσωπικότητες»
της αριστεράς που ουσιαστικά δεν εκπροσωπούν τίποτα στο κίνημα ούτε μια
«ρεαλιστική» προσαρμογή, αλλά η συσπείρωση σε αυτόνομη πολιτική βάση των
αντικαπιταλιστικών και επαναστατικών δυνάμεων που έχουν βρεθεί
δίπλα-δίπλα στους αγώνες. Αυτή πρέπει να είναι η κατεύθυνση της
ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
ΟΚΔΕ-Σπάρτακος, 29/4/2013