Η μετάθεση
ευθυνών και η αναζήτηση άλλοθι είναι ο τρόπος με τον οποίο παρατάξεις και
κόμματα προσπαθούν να αποσείσουν τις δικές τους ευθύνες για την αναστολή της
απεργίας των εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, απεργία που
υπερψηφίστηκε μαζικά και μαχητικά από την συντριπτική πλειοψηφία του κλάδου και
αποτελούσε την απάντηση των καθηγητών στα νομοθετήματα και τα Προεδρικά Διατάγματα
της κυβέρνησης. Όπως, επίσης, χαρακτηριστική ήταν η αρνητική τοποθέτηση ΟΛΩΝ
των παρατάξεων που συμμετέχουν στην ΟΛΜΕ ως προς το ερώτημα αν υπήρχαν οι
προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση της απεργίας
Η ΔΑΚΕ-ΠΑΣΚ- ΣΥΝΕΚ έκριναν
ότι δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση της απεργίας. Οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ, την ώρα της
ψηφοφορίας, ένιψαν, στην κυριολεξία, τα χέρια τους και απευθύνθηκαν στη Γενική
Συνέλευση των προέδρων των ΕΛΜΕ με την εξής δήλωση: «Υπάρχει ανάγκη να
αποτυπωθεί με σαφήνεια και καθαρότητα η θέση και η θέληση των 20.000 συναδέλφων
που συμμετείχαν σε Γενικές Συνελεύσεις. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να την
παρερμηνεύσει. Εμείς πήραμε καθαρή θέση και πήραμε και την ευθύνη της πρότασής
μας. Η πρόταση μας μειοψήφησε στις γενικές συνελεύσεις και υπερψηφίστηκε η
πρόταση της πλειοψηφικής ηγεσίας της ΟΛΜΕ. Είναι
αυτονόητο πως η ευθύνη βρίσκεται στις δυνάμεις που πρότειναν και διαχειρίζονται
αυτή την εισήγηση και τη συγκεκριμένη πρόταση»!
Η στάση αυτή δεν ήταν
προλεταριακή!
Οι κομμουνιστές δεν
στέκονται δογματικά σε μια πρότασή τους η οποία μειοψήφησε και απορρίφθηκε.
Παίρνουν υπόψη τους την απόφαση των συνελεύσεων, η οποία ήταν σε αγωνιστική
κατεύθυνση, και, παρ’ όλες τις διαφωνίες τους, μπαίνουν στην πρώτη γραμμή για
την υλοποίησή της απόφασης, προσπαθώντας παράλληλα να διορθώσουν τα τυχόν λάθη
της. Αν επρόκειτο για πραγματικά προλεταριακή δύναμη, το ΚΚΕ θα έπρεπε να δώσει
πολιτική κάλυψη στις αποφάσεις και το ΠΑΜΕ να μπει μπροστάρης στους αγώνες που
δεν μπορούσαν – ούτε ήθελαν, όπως φάνηκε – να δώσουν οι δυνάμεις της ΔΑΚΕ, της
ΠΑΣΚ και των ΣΥΝΕΚ , οι οποίες δεν κινούνταν στην κατεύθυνση «να αποτυπωθεί με
σαφήνεια και καθαρότητα η θέση και η θέληση των 20.000 συναδέλφων που
συμμετείχαν σε Γενικές Συνελεύσεις».
Η εκπρόσωπος των
Παρεμβάσεων Αγγελική Φατούρου δέχτηκε σαν πραγματικό το επιχείρημα της
πλειοψηφίας το οποίο κατατέθηκε με τη μορφή ερωτήματος για απάντηση. Ότι
δηλαδή: «…δεν υπάρχουν όροι να πάμε σε απεργία». Και πρότεινε «…την Παρασκευή
να απεργήσουν 500 συνδικαλιστές. Οι επιτηρητές να πάνε κανονικά στα εξεταστικά
κέντρα και οι υπόλοιποι που δεν εμπλέκονται στη διαδικασία των πανελλαδικών να
πραγματοποιήσουν συλλαλητήρια έξω από τα εξεταστικά κέντρα».
Η Φατούρου πρότεινε μια
«ηρωική έξοδο», σε μια απέλπιδα προσπάθεια να γίνει κάτι. Ήταν όμως και αυτή
αναντίστοιχη των αποφάσεων των συνελεύσεων και εκτεθειμένη, από τη στιγμή που
δέχτηκε το βασικό επιχείρημα της πλειοψηφίας, ότι δηλαδή «δεν υπάρχουν όροι να
πάμε σε απεργία».
Τι απέμεινε;
Απέμειναν οι αποφάσεις των
συνελεύσεων των ΕΛΜΕ, οι οποίες δεν βρήκαν κανένα αποδέκτη διατεθειμένο να τις
υλοποιήσει!
Η ΔΑΚΕ-ΠΑΣΚ-
ΣΥΝΕΚ επέρριψαν την ευθύνη για την αρνητική τους στάση, στην άρνηση των
ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ να προκηρύξουν απεργία στις 17 Μάη, ημέρα έναρξης των πανελλαδικών
εξετάσεων. Οι Παρεμβάσεις επέρριψαν την ευθύνη σε όλους τους παραπάνω και στο
ΠΑΜΕ. Το δε ΠΑΜΕ, επέρριψε την ευθύνη σε όλους τους υπόλοιπους.
Η
συνέλευση των Προέδρων έκρινε ότι δεν υπάρχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις για
την υλοποίηση του απεργιακού προγράμματος. Αλλά ακόμα και αυτό δεν έγινε με
σαφή και ίσιο τρόπο, αλλά με την άρνηση ή την υπεκφυγή της τοποθέτησης πάνω
στην ύπαρξη των προϋποθέσεων. Έτσι, η πρόταση για την πραγματοποίηση της
απεργίας συγκέντρωσε ένα ποσοστό περίπου 21% και με τον τρόπο αυτό η απεργία
δεν υπερψηφίστηκε.
Η
υπερψήφιση της πρότασης για την πραγματοποίηση της απεργίας δεν αποτέλεσε
προνόμιο κάποιας παράταξης. Από όλες τις παρατάξεις υπήρξαν Πρόεδροι οι οποίοι
υπερψήφισαν την πρόταση και από όλες τις παρατάξεις υπήρχαν Πρόεδροι που
ψήφιζαν «λευκό».
Ποιες
είναι όμως αυτές οι ριμάδες οι προϋποθέσεις που χρειάζονταν για την
πραγματοποίηση της απεργίας;
1ον.
Βασική προϋπόθεση για την πραγματοποίηση της απεργίας ήταν η σύμφωνη γνώμη των
εργαζομένων στον κλάδο, η οποία εκφράστηκε με τον πλέον μαζικό, μαχητικό και
δημοκρατικό τρόπο και δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνείας. Πολλές ΕΛΜΕ, αλλά κυρίως οι
18, είχαν κατεύθυνση από τη γενική τους
συνέλευση ότι «απεργία σημαίνει απεργία, σημαίνει σπάσιμο της επιστράτευσης
στην πράξη» (π.χ. ΕΛΜΕ Καρδίτσας) και κάποιες μάλιστα αποφάσισαν και τη συγκρότηση
απεργιακής επιτροπής και εξουσιοδότησαν τον πρόεδρο τους να ζητήσει από τη
συνέλευση των πρόεδρων και την ΟΛΜΕ μέτρα και κεντρικό σχέδιο στήριξης της
απεργίας(π.χ. ΕΛΜΕ Πειραιά). Πράγμα που σημαίνει ότι οι εκτιμήσεις σχετικά με
τη «μη ύπαρξη προϋποθέσεων για την πραγματοποίηση της απεργίας», ήταν σαθρές.
Η
απόφαση της ΔΟΕ, αλλά και των ιδιωτικών εκπαιδευτικών του ΣΕΦΚ για συμπαράταξη
με την ΟΛΜΕ ήταν ενισχυτικό χαρτί, μιας και, σε μεγάλο βαθμό, εξασφαλίζονταν το
μέτωπο στους εκπαιδευτικούς.
Και
2ον, παρόλη την επίθεση της κυβέρνησης με τα παπαγαλάκια της στα ΜΜΕ
και συνολικά του κατεστημένου, συμπεριλαμβανομένης της Χρυσής Αυγής, τα ποσοστά
των δημοσκοπήσεων έδιναν μόλις και μετά βίας 50% σε αυτούς που αντιτίθονταν στην
απεργία. Το ποσοστό αυτό, στο βαθμό που ήταν πραγματικό, μπορούσε το κίνημα να
το τροποποιήσει υπέρ του.
Οι
ελάχιστες προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση της απεργίας υπήρχαν! Δεν υπήρχε
όμως η βούληση συνολικά της ηγεσίας του κλάδου και των παρατάξεων.
Η
απόλυση που επικρέμονταν στα κεφάλια των καθηγητών, λόγο της
επιστράτευσης, είναι η επίπτωση που θα είχαν οι
καθηγητές από την υλοποίηση της απόφασής τους για απεργία. Παίρνοντας υπόψη
αυτή την επίπτωση οι πρόεδροι, έπρεπε να σταθμίσουν τα πράγματα και να δουν με
πιο τρόπο θα υλοποιήσουν την απόφαση των συνελεύσεων.
(Στον
ιδιωτικό τομέα η «επιστράτευση» είναι διαρκής συνθήκη, με την απειλή της
απόλυσης να πραγματοποιείται πάρα πολλές φορές. Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό
τομέα βρίσκονται στο έλεος του εργοδότη και του διευθυντή. Αν οι εργαζόμενοι
στον ιδιωτικό τομέα ενεργούσαν όπως οι πρόεδροι των ΕΛΜΕ, τότε δεν θα έπρεπε να
πραγματοποιήσουν καμιά απεργία).
Με δεδομένη την επιστράτευση και με τον πραγματικό κίνδυνο
της απόλυσης, η μόνη αντίδραση που θα μπορούσε να υπάρξει, ήταν η
πραγματοποίηση της απεργίας σε ευθεία σύγκρουση με την κυβέρνηση. Οι
εργαζόμενοι στο δημόσιο δεν μπορούν να σταματήσουν τις απολύσεις ή τις
αναγκαστικές μεταθέσεις χωρίς να ανατρέψουν την πολιτική της λιτότητας και της
δημοσιονομικής πειθαρχίας που επιβάλουν τα μνημόνια και δεν μπορούν να
ανατρέψουν αυτή την πολιτική χωρίς να ανατρέψουν την κυβέρνηση που την
υλοποιεί.
Έστω όμως ότι η πλειοψηφία της ΟΛΜΕ
δεν ήθελε να φέρει την παραμικρή «αναστάτωση» στη διαδικασία των εξετάσεων. Τότε, οι 18 ΕΛΜΕ που υπερψήφισαν την
απόφαση για την πραγματοποίηση της απεργίας, διότι τέτοιες αποφάσεις είχαν, έπρεπε
να συντονιστούν και να αναλάβουν δράση στην κατεύθυνση πραγματοποίησης της
απεργίας, με την άρνηση της συμμετοχής τους στις εξετάσεις, την περιφρούρηση
της απεργίας, καλώντας το κίνημα σε συμπαράσταση και τις άλλες ΕΛΜΕ στην ίδια
με αυτούς κατεύθυνση. Με το συντονισμό τους οι ΕΛΜΕ, και την ενότητα του
κινήματος θα διαφύλασσαν, και την απόφαση των συνελεύσεων των ΕΛΜΕ θα
προάσπιζαν στην πράξη, κόντρα στην αδράνεια και στην παραποίηση της βούλησης
τους.
Αυτό όμως δεν έγινε. Τίποτα δεν
έγινε τελικά.
Η πολιτική του ΚΚΕ για την απεργία συμπυκνώθηκε στην
τοποθέτηση του Ν. Σοφιανού στη συνάντηση που είχε με την ΟΛΜΕ, την Πέμπτη,
16/5/2013, αλλά και από τα πριν: «σε αυτές τις συνθήκες οι αγώνες που μπορούν
να συγκρουστούν με αυτή την πολιτική, χρειάζονται κοινωνική συμμαχία, σύγκλιση
και κατανόηση συνολικότερα από την εργατική λαϊκή οικογένεια, γιατί πρέπει να
αντιμετωπιστεί η πολιτική της κυβέρνησης στον χώρο της εκπαίδευσης, που
υποβαθμίζει βίαια το περιεχόμενο και την γνώση των παιδιών του λαού».
Με τη λογική του ΚΚΕ, οι ναυτεργάτες θα έπρεπε πρώτα να
εξασφαλίσουν τη συμμαχία με τους ταξιδιώτες, τους αγρότες και άλλους, και
κατόπιν να πραγματοποιήσουν την απεργία τους η οποία συνοδεύτηκε από την
επιστράτευσή τους. Οι εργαζόμενοι στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς θα έπρεπε επίσης
να εξασφαλίσουν πρώτα τη σύμφωνη γνώμη του επιβατικού κοινού.
Είναι τόσο σοβαρά τα επιχειρήματα του ΚΚΕ που μπορούν πολύ
εύκολα να στραφούν εναντίον του.
Σε αυτή την πολιτική
συνέκλιναν ουσιαστικά και άλλες δυνάμεις.
Η δήλωση των ΣΥΝΕΚ αυτό πιστοποιεί:
«Αυτή την πολιτική και αυτή την κυβέρνηση θα την ανατρέψουμε με
ενωτικούς, δυναμικούς αγώνες, με μια ευρύτερη συσπείρωση εργαζομένων, ανέργων,
φοιτητών, μαθητών και όλων των στρωμάτων που πλήττονται από αυτές τις
πολιτικές.»
Κάποιοι άλλοι
αγώνες, σε κάποια άλλη χώρα!
Οι Παρεμβάσεις φαίνεται ότι κατάλαβαν το λάθος τους και
προσπάθησαν να ανασκευάσουν, καταγγέλλοντας την ΠΑΣΚΕ-ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ-ΔΑΚΕ «για το πραξικόπημα το οποίο στήθηκε στη ΓΣ προέδρων των
ΕΛΜΕ στις 15/05/2013. Ενώ ο κλάδος των καθηγητών ψήφισε με εκπληκτικά ποσοστά
την απεργία για την Παρασκευή 17 Μάη, οι πρόεδροι των ΕΛΜΕ που προέρχονται από
τις παρατάξεις, ενώ δεν είχαν κανένα δικαίωμα σύμφωνα με το καταστατικό της
ΟΛΜΕ να αναιρέσουν την απόφαση των Γενικών Συνελεύσεων, φρόντισαν να θάψουν την
απεργία και τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις…». Αλλά ήταν πλέον αργά.
Αλήθεια,
η εκπρόσωπός τους δεν συνεννοήθηκε από τα πριν μαζί τους; Μόνη της ενήργησε; Αν
είναι έτσι, γατί τότε δεν την «απάλλαξαν», ή, γιατί κατόπιν δεν την απαλλάσσουν
από εκπρόσωπό τους; Και αυτό διότι η Φατούρου, δέχτηκε το βασικό επιχείρημα της
πλειοψηφίας της ΟΛΜΕ, ότι «δεν υπάρχουν όροι να πάμε σε απεργία»!
Οι Αγωνιστικές Κινήσεις Εκπαιδευτικών έπιασαν εν μέρει την
ουσία του ζητήματος, αλλά… από την αρνητική πλευρά: «Το κενό που υπήρξε χτες
ήταν ότι δεν έχουν ακόμα διαμορφωθεί οι όροι, ώστε οι είκοσι ΕΛΜΕ που ήθελαν να
υλοποιηθεί η απεργία, να ήταν σε θέση να την προχωρήσουν σε συντονισμό μεταξύ
τους. Κόντρα στο σύστημα, στην κυβέρνηση και τους εργατοπατέρες. Χωρίς την
ανάγκη του θιάσου της συνδικαλιστικής ηγεσίας που το διήμερο Τρίτης–Τετάρτης
ξεπέρασε κάθε όριο αφερεγγυότητας και αδειάσματος του κλάδου. Και αυτό το κενό
δεν είναι στενά οργανωτικό. Είναι βασικά πολιτικό!»
Οι όροι και οι προϋποθέσεις για την
πραγματοποίηση της απεργίας υπήρχαν!
Η βούληση από οργανωμένες
συνδικαλιστικές και πολιτικές δυνάμεις να πάρουν στην πλάτη τους την υλοποίηση
της απεργίας, δεν υπήρχε.
Η κατραπακιά που έφαγε συνολικά το
κίνημα με την υποχώρηση της ΟΛΜΕ είναι τόσο μεγάλη που μόνο παχύδερμα και
νεκροί δεν την ένιωσαν. Όσοι μιλάνε αποκλειστικά για τις συνέπειες που θα έχει
στο συγκεκριμένο κλάδο αγνοούν παντελώς την εργατική τάξη και δεν καταλαβαίνουν
γρυ, πως πορεύεται και αναπτύσσεται το κίνημα. Οι συνέπειες αυτής της
υποχώρησης θα φανούν με γυμνό μάτι. Η κυβέρνηση θα επισπεύσει την υλοποίηση
όλων των αντεργατικών νόμων που έχει ψηφίσει. Οι απολύσεις στο δημόσιο θα
επιταχυνθούν.
Και πάλι, οι δυνάμεις που δεν θέλουν
και δεν μπορούν να αναλάβουν την ευθύνη που απορρέει από την αριστερή και
κομμουνιστική τους αναφορά θα ρίξουν τα βάρη στο χαμηλό IQ και στην ανωριμότητα
της εργατικής τάξης και του λαού.
ΑΝΙΚΑΝΟΙ ΠΑΝΤΕΛΩΣ ΝΑ ΑΝΑΛΑΒΟΥΝ
ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΕΥΘΥΝΗ! Δειλοί, άβουλοι και μοιραίοι, αυτοί, και όχι η εργατική
τάξη όπως θέλουν να μας πείσουν.
Τι πρέπει
να γίνει τώρα; Το πρώτο πράγμα που πρέπει να γίνει είναι η καθαίρεση και η
διαγραφή των Προέδρων που είχαν εντολή από τις ΕΛΜΕ και δεν ψήφισαν υπέρ της
πραγματοποίησης της απεργίας, διότι παραποίησαν την εντολή που είχαν και
προχώρησαν σε άλλη απόφαση για την οποία δεν είχαν εντολή. Για την καινούργια
απόφαση η ΟΛΜΕ αλλά και οι ίδιοι οι Πρόεδροι, θα έπρεπε να ζητήσουν την έγκριση
των συνελεύσεων. Πράγμα που δεν έκαναν. Ως εκ τούτου, η καθαίρεσή τους και η
διαγραφή τους είναι επιβεβλημένη. Πράγμα που, εκτός των άλλων, θα παίξει διαπαιδαγωγικό
ρόλο στα συνδικάτα.
Η
αναγκαιότητα της αλλαγής των συσχετισμών δύναμης στα συνδικάτα υπέρ της
προλεταριακής αντίληψης και η δημοκρατική λειτουργία τους, προβάλει σε όλο της
το μεγαλείο.
Η
προλεταριακή αντίληψη δεν εκφράστηκε στη συνέλευση των Προέδρων των ΕΛΜΕ με
οργανωμένο τρόπο, αλλά ήταν εκεί και εκφράστηκε με αυθόρμητο τρόπο και σε
πρωτόλεια μορφή. Ο λόγος είναι η κυριαρχία του ρεφορμισμού, υποταγμένου και
αγωνιστικού, με όποια μορφή και αν εκφράζεται. Έστω και με τον τρόπο αυτό,
αναδεικνύεται η αναγκαιότητά της ενίσχυσης της προλεταριακής αντίληψης.
Η προκήρυξη
της απεργίας των καθηγητών θορύβησε την αστική τάξη και όλο το κατεστημένο πιο
πολύ από οποιαδήποτε προηγούμενη. Και αυτό όχι μόνο γιατί αφορά χιλιάδες
εργαζόμενους αλλά γιατί συνδέεται με μυριάδες νήματα με όλο τον κοινωνικό ιστό
της χώρας. Η αστική τάξη κατάλαβε με σαφήνεια και χωρίς αυταπάτες ότι η
πραγματοποίηση της απεργίας θα άνοιγε το δρόμο για την ήττα της πολιτικής που
ακολουθεί για το ξεπέρασμα της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης που διέρχεται η
χώρα, κρίση την οποία οι καπιταλιστές μπορούν να την ξεπεράσουν μόνο σε βάρος
της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων λαϊκών στρωμάτων. Η επιτυχία της
απεργίας θα έθετε σε κίνδυνο τη συνέχιση αυτής της αντιδραστικής πολιτικής, η
οποία συμπυκνώνεται στα μνημόνια, και η οποία οδηγεί τους εργαζόμενους σε
εξαθλίωση. Ταυτόχρονα, η ήττα αυτής της πολιτικής θα έθετε το ζήτημα της ίδιας
της εξουσίας. Ήταν απόλυτα εφικτό να μετατραπεί σε μια χιονοστιβάδα απεργιών με
πολιτικό χαρακτήρα που θα απαιτούσαν την πτώση της κυβέρνησης, την απόσυρση
όλων των αντεργατικών μέτρων και τη μετάθεση του βάρους της κρίσης στους ίδιους
τους καπιταλιστές απαιτώντας τη διαγραφή του δημόσιου χρέους και των χρεών των
εργατικών και φτωχών λαϊκών οικογενειών, την εθνικοποίηση τραπεζών και μεγάλων
επιχειρήσεων, την αύξηση των δαπανών για υγεία, παιδεία, πρόνοια, καθώς και αυξήσεις
σε μισθούς και συντάξεις.
Γι’ αυτό
όλοι οι μηχανισμοί του αστικού συστήματος κινητοποιήθηκαν ενάντια στην απεργία
και τους καθηγητές: από καλοπληρωμένους δημοσιογράφους-παράσιτα που είχαν το
θράσος να μιλούν για τεμπέληδες καθηγητές μέχρι την κυβέρνηση που επιστράτευσε
προληπτικά τους καθηγητές και τη Χρυσή Αυγή η οποία εναντιώθηκε στην απεργία.
Αν αυτό
δείχνει, από τη μια, την ισχύ των καπιταλιστών να επιβάλλουν τη θέλησή τους,
δείχνει, από την άλλη, και την αδυναμία τους: κάθε σοβαρός διεκδικητικός αγώνας
που αναπτύσσεται φέρνει στην επιφάνεια την αναγκαιότητα της επανάστασης. Κάθε
μεγάλη απεργία θέτει επί τάπητος το ζήτημα της εξουσίας, αμφισβητεί έμπρακτα τη
θέληση των καπιταλιστών και μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με τη μεγαλύτερη δυνατή
χρήση όλου του οπλοστασίου που έχει στα χέρια της η αστική τάξη, τουλάχιστον σε
συνθήκες λειτουργίας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Με τον ίδιο
τρόπο το εργατικό κίνημα πρέπει να απαντήσει ολοκληρωμένα: με ενιαίο μέτωπο και
πρόταση εξουσίας η οποία συμπυκνώνεται στο σύνθημα «εργατική κυβέρνηση»!
Κάβουρας Δημήτρης