Το δυστύχημα του Μπαγκλαντές είχε επαναληφθεί πριν από έναν αιώνα στις ΗΠΑ. Πόσο πιθανό είναι να το ζήσουμε και στην Ευρώπη;
Οι εργάτες στη βιομηχανία ένδυσης έτρεχαν
πανικόβλητοι να σωθούν καθώς το κτίριο κατέρρεε. Καταλάβαιναν ότι
δεκάδες ή εκατοντάδες συνάδελφοί τους δεν θα έβρισκαν ποτέ την έξοδο. Η
πυροσβεστική ήρθε με καθυστέρηση και τα σωστικά συνεργεία δεν ήταν σε
θέση να αντιμετωπίσουν το μέγεθος της καταστροφής.
Δεκάδες δημοσιογράφοι κατέγραψαν παρόμοιες σκηνές στο τραγικό
δυστύχημα που σημειώθηκε πριν από μερικές εβδομάδες στο Μπαγκλαντές
αφήνοντας πίσω του τουλάχιστον 400 νεκρούς. Μόνο που η δική μας ιστορία
δεν έρχεται από την «τριτοκοσμική» Ασία του του 2013 αλλά από τη Νέα
Υόρκη.
Το ημερολόγιο έγραφε 25 Μαρτίου 1911 όταν μια πυρκαγιά κατάπιε σχεδόν κυριολεκτικά τη βιομηχανία ενδυμάτων Triangle Waist Company
στην καρδιά του Μανχάταν. Τουλάχιστον 146 εργάτες βρήκαν τραγικό θάνατο
αφού οι εργοδότες τους είχαν κλειδώσει τις πόρτες για να μην κάνουν
διαλείμματα από την εργασία τους.
Για χιλιάδες εργάτες οι συνθήκες εργασίας αλλά και τα μέτρα ασφαλείας
που λαμβάνονταν στο Μανχάταν των αρχών του 1911 δεν διαφέρουν σχεδόν σε
τίποτα από την κατάσταση που συναντά κανείς στα λεγόμενα sweatshop, τα
εργασιακά κολαστήρια της Ασίας. Στην περίπτωση των ΗΠΑ όμως το
συγκεκριμένο δυστύχημα αποτέλεσε σημείο καμπής για την εργατική
νομοθεσία του δυτικού κόσμου καθώς μετά την καταστροφή θεσπίστηκαν
αυστηροί κανονισμοί ασφαλείας. Παρόλα αυτά τα δυο τραγικά περιστατικά στις ΗΠΑ και το Μπαγκλαντές,
αν και έχουν χρονική διαφορά ενός αιώνα και σημειώνονται στις δυο άκρες
του πλανήτη, έχουν πολύ περισσότερες ομοιότητες από αυτές που κατάφεραν
να εντοπίσουν αναλυτές και δημοσιογράφοι τις τελευταίες εβδομάδες. Γιατί
ουσιαστικά το δυστύχημα στο Μπαγκλαντές δεν είναι εικόνα από την
ιστορία αλλά από το μέλλον της Δύσης.
Ειδική οικονομική ζώνη θανάτου
Αν και το Μπαγκλαντές υπήρξε από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του ως κράτος μια από τις φτωχότερες χώρες του πλανήτη η κατάσταση των εργασιακών δικαιωμάτων δεν ήταν πάντα η ίδια. Στις αρχές της δεκαετίας του 70 ένα αρκετά ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα, το οποίο αποτέλεσε μετεξέλιξη του αντιαποικιακού αγώνα, κατάφερνε να αντιστέκεται στις συνεχείς πιέσεις των τοπικών εργοδοτών.
Αν και το Μπαγκλαντές υπήρξε από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του ως κράτος μια από τις φτωχότερες χώρες του πλανήτη η κατάσταση των εργασιακών δικαιωμάτων δεν ήταν πάντα η ίδια. Στις αρχές της δεκαετίας του 70 ένα αρκετά ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα, το οποίο αποτέλεσε μετεξέλιξη του αντιαποικιακού αγώνα, κατάφερνε να αντιστέκεται στις συνεχείς πιέσεις των τοπικών εργοδοτών.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 όμως όταν άρχισε το κύμα μαζικών
ιδιωτικοποιήσεων και λίγα χρόνια αργότερα η δημιουργία ειδικών
οικονομικών ζωών εξαγωγικού εμπορείου, η χώρα άρχισε να μετατρέπεται σε
μια εργασιακή κόλαση.
Το υποτιθέμενο άνοιγμα στην ελεύθερη διεθνή αγορά απαιτούσε ένα
πανίσχυρο, κρατικό μηχανισμό ο οποίος ανέλαβε να συνθλίψει τη δύναμη των
συνδικάτων. Ακόμη και σήμερα οι διώξεις εναντίον συνδικαλιστών είναι
καθημερινό φαινόμενο ενώ ακόμη και μέλη ανθρωπιστικών οργανώσεων που
κατήγγειλαν τις συνθήκες μισθωτής σκλαβιάς που επιβάλλουν οι μεγάλες
βιομηχανίες ένδυσης της Δύσης, βρέθηκαν δολοφονημένα.
Ακόμη όμως και αν οι ενώσεις εργαζομένων μπορούσαν να λειτουργήσουν
νόμιμα το καθεστώς που δημιουργείται στις ειδικές οικονομικές ζώνες
ακυρώνει στην πράξη κάθε διεκδίκηση από την πλευρά των εργαζομένων.
Ακόμη όμως και η στάση του κράτους, των κυρίαρχων ΜΜΕ και των
εργοδοτικών ενώσεων απέναντι στους εργαζόμενους-σκλάβους μοιάζει
βγαλμένη από εγχειρίδια δυτικών κυβερνήσεων. Είναι χαρακτηριστικό πως
όταν χιλιάδες εργάτες βγήκαν στους δρόμους στο Μπαγκλαντές, για να
διαμαρτυρηθούν για τις τρομακτικές ελλείψεις ασφαλείας στους χώρους
εργασίας, ο πρόεδρος του συνδέσμου βιοτεχνών ένδυσης, Ατικούλ Ισλάμ,
δήλωσε ότι αυτού του είδους οι κινητοποιήσεις και ταραχές βλάπτουν την…
ανάπτυξη της χώρας. «Η βία των εργαζομένων στρέφεται εναντίον της
βιμηχανίας ενδυμάτων» είπε χαρακτηριστικά ο Ισλάμ την ώρα που
εκατοντάδες οικογένειες θρηνούσαν ακόμη τα θύματά τους.
Τηρουμένων των αναλογιών ο σύνδεσμος βιοτεχνών ένδυσης είναι κάτι
ανάλογο με τους συνδέσμους βιομηχάνων στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, δεδομένου
ότι τουλάχιστον το 80% του ΑΕΠ του Μπαγκλαντές στηρίζεται στις εξαγωγές
ετοίμων ενδυμάτων και υφασμάτων. Τουλάχιστον τέσσερα εκατομμύρια
εργαζόμενοι απασχολούνται, συνήθως κάτω από απάνθρωπες συνθήκες, στον
κλάδο της παραγωγής έτοιμων ενδυμάτων.
Πολλοί από αυτούς πληρώνονται με μόλις 18 σεντς του δολαρίου την ώρα
ενώ οποιαδήποτε προσπάθεια δημιουργίας συνδικάτων ή απεργίας οδηγεί σε
άμεση απόλυση. Πρόκειται για πολιτικές που εφαρμόστηκαν με την απόλυτη
στήριξη (έαν όχι επιβολή) του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου το οποίο
ελέγχει τη χώρα μέσω του γνωστού μηχανισμού δανειοδοτήσεων για την
αντιμετώπιση του χρέους.
H ευθύνη φυσικά των ξένων εταιρειών που αναζητούν υπεργολάβους σε
χώρες όπως το Μπαγκλαντές είναι τεράστια. Γνωστές εταιρείες όπως τα GAP η
Benetton αλλά και η αμερικανική αλυσίδα σούπερ μάρκετ Walmart γνωρίζουν
εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία κάθε λεπτομέρεια για τις συνθήκες
εργασίας στο Μπαγκλαντές.
Ήδη από το 2005 όταν κατέρρευσε εννιαόροφη βιοτεχνία (η οποία είχε
άδεια κατασκευής για τέσσερις ορόφους) και σκοτώθηκαν 64 άνθρωποι ήρθαν
στο φως λεπτομέρειες για το ρόλο αρκετών ευρωπαϊκών πολυεθνικών στην
περιοχή. Όπως συμβαίνει όμως συνήθως οι υποσχέσεις των εταιρειών να
επανεξετάσουν τις συνεργασίες τους με απάνθρωπους υπεργολάβους έμειναν
στα χαρτιά. Για την ακρίβεια όπως αποκάλυψε το Spiegel μια από τις
γερμανικές εταιρείες που τελικά διέκοψαν τη συνεργασία τους με τις
βιοτεχνίες του θανάτου δεν το έκανε για να προστατεύσει τους
εργαζόμενους αλλά γιατί δεν ήταν ικανοποιημένη από την ποιότητα της
δουλειάς.
Όπως εξηγούσε παλαιότερα στην εφημερίδα USA Today ο Τζος Γκριν,
διευθύνων σύμβουλος μιας βιοτεχνίας από το Μπαγκλαντές που προμηθεύει
ορισμένες από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές, οι χαμηλές τιμές που
προτίθενται να πληρώσουν οι εταιρείες της Δύσης είναι πρακτικά αδύνατο
να επιτευχθούν αν εφαρμοστούν ακόμη και στοιχειώδης κανόνες ασφαλείας
στα εργοστάσια.
Με δεδομένο ότι τα μεροκάματα δεν μπορούν να μειωθούν περισσότερο,
καθώς μετά δεν θα επαρκούν για να τραφούν οι εργάτες ενώ η
παραγωγικότητα των εργαζομένων δεν μπορεί να αυξηθεί, οι ξένες εταιρείες
γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι τιμές που ζητούν επιτυγχάνονται μόνο αν
εγκαταλειφθούν τα εργοστάσια και ο εξοπλισμός στα όρια της κατάρρευσης.
Συνειδητά λοιπόν αγοράζουν προϊόντα γνωρίζοντας ότι η παραγωγή τους
μετριέται σε εκατοντάδες ανθρώπινες ζωές. Μόνο τα τελευταία χρόνια ο
αριθμός των εργατών που καταπλακώνονται ή καίγονται ζωντανοί σε
βιοτεχνίες και εργοστάσια του Μπαγκλαντές αγγίζει τους χίλιους.
Το λάθος των κυβερνήσεων του Μπαγκλαντές δεν ήταν ότι παραβίασαν τους
κανόνες ασφαλείας αλλά ότι αποδέχθηκαν άνευ όρων τους κανόνες που
επέβαλε η ίδια η «αγορά», δηλαδή συγκεκριμένες εταιρείες με τη βοήθεια
του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Άρης Χατζηστεφάνου
Επίκαιρα Μάιος 2013
Επίκαιρα Μάιος 2013